- νεώτατος
- νεώτατος, η, ον, [comp] Sup. of νέος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεώτατος — ή, ο (Α νεώτατος, άτη, ον) υπερθ. τού νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. υπερθ. ώτατος] … Dictionary of Greek
νεώτατος — νέος young masc nom superl sg νέος young masc nom superl sg (attic) νεώτατος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] … Dictionary of Greek
νεωτάτας — νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (doric ionic aeolic) νεωτάτᾱς , νέος young fem acc superl pl (attic) νεωτάτᾱς , νέος young fem gen superl sg (attic doric aeolic) νεωτάτᾱς , νεώτατος fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωτάτων — νέος young fem gen superl pl νέος young masc/neut gen superl pl νέος young fem gen superl pl (attic) νέος young masc/neut gen superl pl (attic) νεώτατος fem gen pl νεώτατος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεώτατον — νέος young masc acc superl sg νέος young neut nom/voc/acc superl sg νέος young masc acc superl sg (attic) νέος young neut nom/voc/acc superl sg (attic) νεώτατος masc acc sg νεώτατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OSIRIS — Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia. Argivis imperavit: sed subditis subiratus fratri Aegialeo regnum tradidit, profectus in Aegyptum est, quam legibus egregiis instructam, Rex tenuit. Iûs maritus, quae et Isis dicta, varias artes Aegyptios docuit … Hofmann J. Lexicon universale
κατακαίνουργος — η, ο (επιτ. τού καινούργιος) ολοκαίνουργος, νεώτατος … Dictionary of Greek
μεταγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα… … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
Μοντερλάν, Ανρί Μιγιόν ντε- — (Henri Million de Montherlant, Παρίσι 1896 – 1972). Γάλλος συγγραφέας. Άρχισε να γράφει νεώτατος, τυπώνοντας το πρώτο του βιβλίο το 1920. Εξήρε την ηθική αξία της φυσικής ζωής, του κινδύνου, της περιπέτειας στις ταυρομαχίες (υπήρξε από τους… … Dictionary of Greek